Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δημοκρατικές) ελευθερίες

  • 1 свобода

    свобода ж η ελευθερία, η λευτεριά; \свобода слова η. ελευθερία του λόγου· \свобода печати η ελευθεροτυπία, η ελευθερία του τύπου· гражданские \свободаы οι πολιτικές (или δημοκρατικές) ελευθερίες
    * * *
    ж
    η ελευθερία, η λευτεριά

    свобо́да сло́ва — η ελευθερία του λόγου

    свобо́да печа́ти — η ελευθεροτυπία, η ελευθερία του τύπου

    гражда́нские свобо́ды — οι πολιτικές ( или δημοκρατικές) ελευθερίες

    Русско-греческий словарь > свобода

  • 2 свобода

    θ.
    1. ελευθερία• λευτεριά•, равенство и братство ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα•

    завоевать -у καταχτώ τη λευτεριά•

    борец за -у αγωνιστής της λευτεριάς•

    свобода полная свобода πλήρης ελευθερία•

    относительная -σχετική ελευθερία•

    ограниченная свобода περιορισμένη ελευθερία•

    любовь к -е αγάπη για τη λευτεριά (φιλελευθερία)•

    свобода собраний ελευθερία του συνέρχεσθαι•

    свобода печати ελευθερία τύπου•

    предоставить -у действий παρέχω ελευθερία δράσης•

    свобода вероисповедения ανεξίθρησκεία•

    демократические -ы δημοκρατικές ελευθερίες•

    выпустить на -у αφήνω ελεύθερον•

    лишить -у στερώ της ελευθερίας•

    свобода торговли ελευθερία εμπορίου•

    свобода передвижения ελευθερία μετακίνησης.

    || απελευθέρωση.
    2. ευκολία•

    отвечать с -ой απαντώ ελεύθερα.

    3. ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος. || οικειότητα, θάρρος.
    εκφρ.
    свобода рук – ελευθερία δράσης•
    на -е – στον ελεύθερο χρόνο•
    дать -уβλ. στη λ. воля.

    Большой русско-греческий словарь > свобода

См. также в других словарях:

  • δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …   Dictionary of Greek

  • Περικλής — (Αθήνα περίπου το 490 π.Χ. 429 π.Χ.). Πολιτικός των αρχαίων Αθηνών. Γιος του Ξανθίππου, του νικητή της Μυκάλης*, και της Αγαρίστης, από το γένος των Αλκμεωνιδών, διαπαιδαγωγήθηκε από τον Αναξαγόρα, τον Ζήνωνα και τον Πρωταγόρα και μπήκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

  • φιλήμων — I Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, που ζούσε στη Φρυγία με τη σύζυγό του Βαυκίδα, και φιλοξένησαν τον Δία στη φτωχική καλύβα τους. Σύμβολο συζυγικής αγάπης και ζευγάρι πολύ αγαπητό στους θεούς. Μετά τον θάνατό τους …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»